Translation meaning & definition of the word "espionage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σπιονάρε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Espionage
[Κατασκοπεία]/ɛspiənɑʤ/
noun
1. The systematic use of spies to get military or political secrets
- synonym:
- espionage
1. Η συστηματική χρήση των κατασκόπων για την απόκτηση στρατιωτικών ή πολιτικών μυστικών
- συνώνυμο:
- κατασκοπεία