Translation meaning & definition of the word "especial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειδικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Especial
[Ιδιαίτεροσ]/əspɛʃəl/
adjective
1. Surpassing what is common or usual or expected
- "He paid especial attention to her"
- "Exceptional kindness"
- "A matter of particular and unusual importance"
- "A special occasion"
- "A special reason to confide in her"
- "What's so special about the year 2000?"
- synonym:
- especial(a) ,
- exceptional ,
- particular(a) ,
- special
1. Ξεπερνώντας αυτό που είναι κοινό ή συνηθισμένο ή αναμενόμενο
- "Της έδωσε ιδιαίτερη προσοχή"
- "Εξαιρετική καλοσύνη"
- "Ειδικό και ασυνήθιστο θέμα σημασίας"
- "Μια ειδική περίσταση"
- "Ένας ιδιαίτερος λόγος για να την εμπιστευτείς"
- "Τι είναι τόσο ξεχωριστό για το 2000?"
- συνώνυμο:
- εξειδικ(α) ,
- εξαιρετικός ,
- ειδικό() ,
- ειδικός