Translation meaning & definition of the word "esker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσκελετός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Esker
[Έσερ]/ɛskər/
noun
1. (geology) a long winding ridge of post glacial gravel and other sediment
- Deposited by meltwater from glaciers or ice sheets
- synonym:
- esker
1. (γεωλογία) μια μακρά κορυφογραμμή από μεταπαγετώδες χαλίκι και άλλα ιζήματα
- Εναποτίθεται από μεταλλικό νερό από παγετώνες ή φύλλα πάγου
- συνώνυμο:
- εσερίκ