Translation meaning & definition of the word "escudo" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εσκούδο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Escudo
[Εσκούντο]/ɛskudoʊ/
noun
1. Formerly the basic monetary unit of portugal
- Equal to 100 centavo
- synonym:
- Portuguese escudo ,
- escudo
1. Πρώην η βασική νομισματική μονάδα της πορτογαλίας
- Ίσο με 100 σεντάβο
- συνώνυμο:
- Πορτογαλικά Εσκούδος ,
- εσκούδο
2. The basic unit of money on cape verde
- Equal to 100 centavos
- synonym:
- Cape Verde escudo ,
- escudo
2. Η βασική μονάδα χρήματος στο πράσινο ακρωτήριο
- Ίσο με 100 σεντάβος
- συνώνυμο:
- Πράσινο Ακρωτήριο εσκούδο ,
- εσκούδο