Translation meaning & definition of the word "escort" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνοδεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Escort
[Συνοδεία]/ɛskɔrt/
noun
1. Someone who escorts and protects a prominent person
- synonym:
- bodyguard ,
- escort
1. Κάποιος που συνοδεύει και προστατεύει ένα εξέχον πρόσωπο
- συνώνυμο:
- σωματοφύλακας ,
- συνοδεία
2. The act of accompanying someone or something in order to protect them
- synonym:
- escort ,
- accompaniment
2. Η πράξη της συνοδείας κάποιου ή κάτι για την προστασία του
- συνώνυμο:
- συνοδεία
3. An attendant who is employed to accompany someone
- synonym:
- escort
3. Ένας υπάλληλος που εργάζεται για να συνοδεύσει κάποιον
- συνώνυμο:
- συνοδεία
4. A participant in a date
- "His date never stopped talking"
- synonym:
- date ,
- escort
4. Συμμετέχων σε μια ημερομηνία
- "Η ημερομηνία του δεν σταμάτησε ποτέ να μιλάει"
- συνώνυμο:
- ημερομηνία ,
- συνοδεία
verb
1. Accompany as an escort
- "She asked her older brother to escort her to the ball"
- synonym:
- escort
1. Συνοδεύστε ως συνοδός
- "Ζήτησε από τον μεγαλύτερο αδερφό της να την συνοδεύσει στην μπάλα"
- συνώνυμο:
- συνοδεία
2. Accompany or escort
- "I'll see you to the door"
- synonym:
- see ,
- escort
2. Συνοδεία ή συνοδεία
- "Θα σε δω στην πόρτα"
- συνώνυμο:
- βλέπω ,
- συνοδεία
Examples of using
I'll escort you.
Θα σε συνοδεύσω.
You will need an armed escort.
Θα χρειαστείτε ένοπλη συνοδεία.
I'll escort you.
Θα σε συνοδεύσω.