Translation meaning & definition of the word "escapism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποκρυφισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Escapism
[Απόδραση]/ɪskepɪzəm/
noun
1. An inclination to retreat from unpleasant realities through diversion or fantasy
- "Romantic novels were her escape from the stress of daily life"
- "His alcohol problem was a form of escapism"
- synonym:
- escape ,
- escapism
1. Μια τάση να υποχωρήσει από τις δυσάρεστες πραγματικότητες μέσω της εκτροπής ή της φαντασίας
- "Τα ρομαντικά μυθιστορήματα ήταν η διαφυγή της από το άγχος της καθημερινής ζωής"
- "Το πρόβλημα του αλκοόλ του ήταν μια μορφή διαφυγής"
- συνώνυμο:
- διαφυγή ,
- απόδραση
Examples of using
It's pure escapism.
Είναι καθαρή απόδραση.