Translation meaning & definition of the word "escapade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποφασιστικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Escapade
[Απόδραση]/ɛskəped/
noun
1. A wild and exciting undertaking (not necessarily lawful)
- synonym:
- adventure ,
- escapade ,
- risky venture ,
- dangerous undertaking
1. Ένα άγριο και συναρπαστικό εγχείρημα (όχι απαραίτητα νόμιμο)
- συνώνυμο:
- περιπέτεια ,
- απόδραση ,
- επικίνδυνο ,
- επικίνδυνη επιχείρηση
2. Any carefree episode
- synonym:
- escapade ,
- lark
2. Οποιοδήποτε ανέμελο επεισόδιο
- συνώνυμο:
- απόδραση ,
- λαρκ