Translation meaning & definition of the word "escalade" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφραγίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Escalade
[Συνοδεία]/ɛskəlɑd/
noun
1. An act of scaling by the use of ladders (especially the walls of a fortification)
- synonym:
- escalade
1. Μια πράξη κλιμάκωσης με τη χρήση σκαλών (ειδικά τα τοιχώματα ενός οχυρωματικού)
- συνώνυμο:
- κλιμάκωση
verb
1. Climb up and over
- "They had to escalade canyons to reach their destination"
- synonym:
- escalade
1. Ανεβαίνω και ξανά
- "Έπρεπε να κλιμακώσουν φαράγγια για να φτάσουν στον προορισμό τους"
- συνώνυμο:
- κλιμάκωση