Translation meaning & definition of the word "es" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Es
[Ε]/ɛs/
noun
1. A radioactive transuranic element produced by bombarding plutonium with neutrons
- synonym:
- einsteinium ,
- Es ,
- E ,
- atomic number 99
1. Ένα ραδιενεργό υπερουρανικό στοιχείο που παράγεται από τον βομβαρδισμό του πλουτωνίου με νετρόνια
- συνώνυμο:
- αϊνστάινιο ,
- Ε ,
- ατομικός αριθμός 99