Translation meaning & definition of the word "eruption" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
Eruption
[Έκρηξη]noun
1. The sudden occurrence of a violent discharge of steam and volcanic material
- synonym:
- volcanic eruption ,
- eruption
1. Η ξαφνική εμφάνιση μιας βίαιης απόρριψης ατμού και ηφαιστειακού υλικού
- συνώνυμο:
- ηφαιστειακή έκρηξη ,
- έκρηξη
2. Symptom consisting of a breaking out and becoming visible
- synonym:
- eruption
2. Σύμπτωμα που αποτελείται από ένα ξέσπασμα και να γίνει ορατό
- συνώνυμο:
- έκρηξη
3. (of volcanos) pouring out fumes or lava (or a deposit so formed)
- synonym:
- eruption ,
- eructation ,
- extravasation
3. ( του ηφαιστειακού ) ρίχνει έξω αναθυμιάσεις ή λάβα (ή μια προκαταβολή τόσο διαμορφωμένη)
- συνώνυμο:
- έκρηξη ,
- εξαγωγή ,
- εξαγγείωση
4. A sudden violent spontaneous occurrence (usually of some undesirable condition)
- "The outbreak of hostilities"
- synonym:
- outbreak ,
- eruption ,
- irruption
4. Μια ξαφνική βίαιη αυθόρμητη εμφάνιση (συνήθως κάποιας ανεπιθύμητης κατάστασης)
- "Το ξέσπασμα των εχθροπραξιών"
- συνώνυμο:
- ξέσπασμα ,
- έκρηξη ,
- εισβολή
5. A sudden very loud noise
- synonym:
- bang ,
- clap ,
- eruption ,
- blast ,
- bam
5. Ένας ξαφνικός πολύ δυνατός θόρυβος
- συνώνυμο:
- μπανγκ ,
- χτύπημα ,
- έκρηξη ,
- μπαμ
6. The emergence of a tooth as it breaks through the gum
- synonym:
- eruption
6. Η εμφάνιση ενός δοντιού καθώς σπάει μέσα από το κόμμι
- συνώνυμο:
- έκρηξη