Translation meaning & definition of the word "erupt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "απάντηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Erupt
[Πτώχευση]/ɪrəpt/
verb
1. Start abruptly
- "After 1989, peace broke out in the former east bloc"
- synonym:
- erupt ,
- break out
1. Ξεκινήστε απότομα
- "Μετά το 1989, ξέσπασε ειρήνη στο πρώην ανατολικό μπλοκ"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- ξεσπάω
2. Erupt or intensify suddenly
- "Unrest erupted in the country"
- "Tempers flared at the meeting"
- "The crowd irrupted into a burst of patriotism"
- synonym:
- erupt ,
- irrupt ,
- flare up ,
- flare ,
- break open ,
- burst out
2. Εκραγεί ή εντείνεται ξαφνικά
- "Δεν εξερράγη ποτέ ξαφνικά στη χώρα"
- "Οι άνθρωποι παραπονέθηκαν στη συνάντηση"
- "Το πλήθος αλλοιώθηκε σε μια έκρηξη πατριωτισμού"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- απατώ ,
- φλερτάρω ,
- φλόγα ,
- ανοίγω ,
- ξεσπά
3. Start to burn or burst into flames
- "Marsh gases ignited suddenly"
- "The oily rags combusted spontaneously"
- synonym:
- erupt ,
- ignite ,
- catch fire ,
- take fire ,
- combust ,
- conflagrate
3. Αρχίστε να καίτε ή να τυλίγετε στις φλόγες
- "Τα βαριά αέρια αναφλέγονται ξαφνικά"
- "Τα λιπαρά κουρέλια καίγονται αυθόρμητα"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- αναφλέγω ,
- πιάνω φωτιά ,
- παίρνω φωτιά ,
- καυστικός ,
- συγχωνεύω
4. Break out
- "The tooth erupted and had to be extracted"
- synonym:
- erupt ,
- come out ,
- break through ,
- push through
4. Ξεσπάω
- "Το δόντι ξέσπασε και έπρεπε να εξαχθεί"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- βγαίνω έξω ,
- διαλύω ,
- περνώ
5. Become active and spew forth lava and rocks
- "Vesuvius erupts once in a while"
- synonym:
- erupt ,
- belch ,
- extravasate
5. Γίνετε δραστήριοι και πετάξτε τη λάβα και τα βράχια
- "Ο βεζούβιος εκρήγνυται μια φορά σε λίγο"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- καμπαναριό ,
- εξαγγειωμένο
6. Force out or release suddenly and often violently something pent up
- "Break into tears"
- "Erupt in anger"
- synonym:
- break ,
- burst ,
- erupt
6. Απελευθερώστε ή απελευθερώστε ξαφνικά και συχνά βίαια κάτι που συσσωρεύεται
- "Σπάσε σε δάκρυα"
- "Πεταμένος από θυμό"
- συνώνυμο:
- σπάω ,
- έκρηξη ,
- εκρήγνυται
7. Appear on the skin
- "A rash erupted on her arms after she had touched the exotic plant"
- synonym:
- erupt
7. Εμφανίζεται στο δέρμα
- "Ένα εξάνθημα ξέσπασε στα χέρια της αφού είχε αγγίξει το εξωτικό φυτό"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται
8. Become raw or open
- "He broke out in hives"
- "My skin breaks out when i eat strawberries"
- "Such boils tend to recrudesce"
- synonym:
- erupt ,
- recrudesce ,
- break out
8. Γίνετε ωμοί ή ανοιχτοί
- "Ξέσπασε στις κυψέλες"
- "Το δέρμα μου ξεσπάει όταν τρώω φράουλες"
- "Αυτά τα βράζει τείνουν να υποτροπιάζουν"
- συνώνυμο:
- εκρήγνυται ,
- επανεμφανίζεται ,
- ξεσπάω