Translation meaning & definition of the word "erratic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακανόνιστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Erratic
[Στρατιωτικόσ]/ɪrætɪk/
adjective
1. Liable to sudden unpredictable change
- "Erratic behavior"
- "Fickle weather"
- "Mercurial twists of temperament"
- "A quicksilver character, cool and willful at one moment, utterly fragile the next"
- synonym:
- erratic ,
- fickle ,
- mercurial ,
- quicksilver(a)
1. Υπόκειται σε ξαφνική απρόβλεπτη αλλαγή
- "Ακανόνιστη συμπεριφορά"
- "Ασταθής καιρός"
- "Αμερικανικές στροφές της ιδιοσυγκρασίας"
- "Ένας χαρακτήρας παιχνιδιού, δροσερός και εσκεμμένος σε μια στιγμή, εντελώς εύθραυστος στην επόμενη"
- συνώνυμο:
- αλλοτριωτικόσ ,
- ασταμάτητος ,
- εμπορικόσ ,
- κουικσιλβερρο(α)
2. Having no fixed course
- "An erratic comet"
- "His life followed a wandering course"
- "A planetary vagabond"
- synonym:
- erratic ,
- planetary ,
- wandering
2. Χωρίς σταθερή πορεία
- "Ένας ασταθής κομήτης"
- "Η ζωή του ακολούθησε μια περιπλανώμενη πορεία"
- "Ένας πλανητικός αλήτης"
- συνώνυμο:
- αλλοτριωτικόσ ,
- πλανητικόσ ,
- περιπλάνηση
3. Likely to perform unpredictably
- "Erratic winds are the bane of a sailor"
- "A temperamental motor
- Sometimes it would start and sometimes it wouldn't"
- "That beautiful but temperamental instrument the flute"- osbert lancaster
- synonym:
- erratic ,
- temperamental
3. Είναι πιθανό να εκτελέσει απρόβλεπτα
- "Οι ακανόνιστοι άνεμοι είναι το λουρί ενός ναύτη"
- "Εύκρατος κινητήρας
- Μερικές φορές ξεκινούσε και μερικές φορές δεν ήταν"
- "Αυτό το όμορφο αλλά ευέξαπτο όργανο το φλάουτο" - όσμπερτ λάνκαστερ
- συνώνυμο:
- αλλοτριωτικόσ ,
- ιδιοσυγκρασιακά