Translation meaning & definition of the word "errant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κατάφωρη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Errant
[Σφαλερόσ]/ɛrənt/
adjective
1. Straying from the right course or from accepted standards
- "Errant youngsters"
- synonym:
- errant
1. Παρέκκλιση από τη σωστή πορεία ή από αποδεκτά πρότυπα
- "Εξαιρετικοί νέοι"
- συνώνυμο:
- ερωτώ
2. Uncontrolled motion that is irregular or unpredictable
- "An errant breeze"
- synonym:
- errant
2. Ανεξέλεγκτη κίνηση που είναι ακανόνιστη ή απρόβλεπτη
- "Ένα απαίσιο αεράκι"
- συνώνυμο:
- ερωτώ