Translation meaning & definition of the word "errand" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τράντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Errand
[Έρραντ]/ɛrənd/
noun
1. A short trip that is taken in the performance of a necessary task or mission
- synonym:
- errand
1. Ένα σύντομο ταξίδι που λαμβάνεται κατά την εκτέλεση μιας απαραίτητης εργασίας ή αποστολής
- συνώνυμο:
- ερράντ
Examples of using
Tom is busy running an errand for his father.
Ο Τομ είναι απασχολημένος με το να κάνει μια ερώτηση για τον πατέρα του.
Tom went on an errand.
Ο Τομ πήγε σε μια έραντα.
He has sent the boy on an errand.
Έστειλε το παιδί σε μια ερώτηση.