Translation meaning & definition of the word "erotic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ερωτικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Erotic
[Ερωτικό]/ɪrɑtɪk/
noun
1. An erotic person
- synonym:
- erotic
1. Ένας ερωτικός άνθρωπος
- συνώνυμο:
- ερωτικός
adjective
1. Giving sexual pleasure
- Sexually arousing
- synonym:
- erotic ,
- titillating
1. Δίνοντας σεξουαλική ευχαρίστηση
- Σεξουαλικά ερεθιστικό
- συνώνυμο:
- ερωτικός ,
- τιτλοποίηση
Examples of using
"What's the difference between erotic and kinky?" "Erotic is when you use a feather and kinky is when you use a whole chicken."
"Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον ερωτικό και τον κίνκι?" "Ερωτικό είναι όταν χρησιμοποιείτε ένα φτερό και είναι όταν χρησιμοποιείτε ένα ολόκληρο κοτόπουλο."