Translation meaning & definition of the word "eros" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eros
[Έρωτασ]/ɪrɑs/
noun
1. (greek mythology) god of love
- Son of aphrodite
- Identified with roman cupid
- synonym:
- Eros
1. (ελληνική μυθολογία) θεός της αγάπης
- Γιος της αφροδίτης
- Ταυτίζεται με τον ρωμαίο έρωτα
- συνώνυμο:
- Έρωτασ
2. A desire for sexual intimacy
- synonym:
- sexual desire ,
- eros ,
- concupiscence ,
- physical attraction
2. Επιθυμία για σεξουαλική οικειότητα
- συνώνυμο:
- σεξουαλική επιθυμία ,
- έρως ,
- συνδιαλλαγή ,
- φυσική έλξη