Translation meaning & definition of the word "eroded" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κωδικοποιημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eroded
[Διαβρώνεται]/ɪroʊdəd/
adjective
1. Worn away as by water or ice or wind
- synonym:
- eroded ,
- scoured
1. Φθαρμένος όπως από το νερό ή τον πάγο ή τον άνεμο
- συνώνυμο:
- διαβρωθεί ,
- καθαρίζω