Translation meaning & definition of the word "erect" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "έκτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Erect
[Στυφόσ]/ɪrɛkt/
verb
1. Construct, build, or erect
- "Raise a barn"
- synonym:
- raise ,
- erect ,
- rear ,
- set up ,
- put up
1. Κατασκευάστε, κατασκευάστε ή ανεγείρετε
- "Σήκωσε έναν αχυρώνα"
- συνώνυμο:
- αυξάνω ,
- όρθιος ,
- πίσω ,
- στήνω ,
- στρώνω
2. Cause to rise up
- synonym:
- rear ,
- erect
2. Αιτία να αναστηθεί
- συνώνυμο:
- πίσω ,
- όρθιος
adjective
1. Upright in position or posture
- "An erect stature"
- "Erect flower stalks"
- "For a dog, an erect tail indicates aggression"
- "A column still vertical amid the ruins"
- "He sat bolt upright"
- synonym:
- erect ,
- vertical ,
- upright
1. Σε όρθια θέση ή στάση
- "Ένα ανεγερτικό ανάστημα"
- "Στελέχη λουλουδιών εκτομής"
- "Για ένα σκυλί, μια όρθια ουρά δείχνει επιθετικότητα"
- "Μια στήλη ακόμα κάθετη ανάμεσα στα ερείπια"
- "Κάθισε το μπουλόνι όρθιο"
- συνώνυμο:
- όρθιος ,
- κάθετος
2. Of sexual organs
- Stiff and rigid
- synonym:
- tumid ,
- erect
2. Σεξουαλικά όργανα
- Άκαμπτος και άκαμπτος
- συνώνυμο:
- πέφτω ,
- όρθιος
Examples of using
Mary's nipples became erect.
Οι θηλές της Μαρίας έγιναν όρθιες.