Translation meaning & definition of the word "eraser" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αργαλείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Eraser
[Γόμα]/ɪresər/
noun
1. An implement used to erase something
- synonym:
- eraser
1. Ένα εφαρμογή που χρησιμοποιείται για να σβήσει κάτι
- συνώνυμο:
- γόμα
Examples of using
May I use your eraser? I seem to have lost mine.
Μπορώ να χρησιμοποιήσω τη γόμα σας? Φαίνεται πως έχασα το δικό μου.
May I borrow your eraser?
Μπορώ να δανειστώ τη γόμα σας?