Translation meaning & definition of the word "erase" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βελτίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Erase
[Διαγράφω]/ɪres/
verb
1. Remove from memory or existence
- "The turks erased the armenians in 1915"
- synonym:
- erase ,
- wipe out
1. Απομάκρυνση από τη μνήμη ή την ύπαρξη
- "Οι τούρκοι έσβησαν τους αρμένιους το 1915"
- συνώνυμο:
- διαγράφω ,
- σκουπίζω
2. Remove by or as if by rubbing or erasing
- "Please erase the formula on the blackboard--it is wrong!"
- synonym:
- erase ,
- rub out ,
- score out ,
- efface ,
- wipe off
2. Αφαιρέστε από ή σαν να τρίβετε ή να σβήνετε
- "Παρακαλώ διαγράψτε τον τύπο στον πίνακα-είναι λάθος!"
- συνώνυμο:
- διαγράφω ,
- τρίβω ,
- βάζω βαθμολογία ,
- εξαλείφω ,
- σκουπίζω
3. Wipe out digitally or magnetically recorded information
- "Who erased the files form my hard disk?"
- synonym:
- erase ,
- delete
3. Αφαιρέστε ψηφιακά ή μαγνητικά καταγεγραμμένες πληροφορίες
- "Ποιος διέγραψε τα αρχεία από τον σκληρό μου δίσκο?"
- συνώνυμο:
- διαγράφω ,
- διαγραφή
Examples of using
One cannot erase the past.
Δεν μπορεί κανείς να διαγράψει το παρελθόν.
He wishes to erase bad memories.
Θέλει να σβήσει τις κακές αναμνήσεις.