Translation meaning & definition of the word "er" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Er
[Έρ]/ər/
noun
1. A trivalent metallic element of the rare earth group
- Occurs with yttrium
- synonym:
- erbium ,
- Er ,
- atomic number 68
1. Ένα ασήμαντο μεταλλικό στοιχείο της ομάδας των σπάνιων γαιών
- Συμβαίνει με το ύττριο
- συνώνυμο:
- έρβιο ,
- Έρ ,
- ατομικός αριθμός 68
2. A room in a hospital or clinic staffed and equipped to provide emergency care to persons requiring immediate medical treatment
- synonym:
- emergency room ,
- ER
2. Ένα δωμάτιο σε νοσοκομείο ή κλινική στελεχωμένο και εξοπλισμένο για να παρέχει επείγουσα φροντίδα σε άτομα που απαιτούν άμεση ιατρική περίθαλψη
- συνώνυμο:
- δωμάτιο έκτακτης ανάγκης ,
- ΕΡ
Examples of using
Down there hurts, down there. Er, what do you call them? Testicles? In any case a male's 'important parts'.
Εκεί κάτω πονάει, εκεί κάτω. Ε, τι τους λέτε? όρχεις? Σε κάθε περίπτωση τα σημαντικά μέρη ενός αρσενικού'.