Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "equivocal" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισοδύναμο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Equivocal

[Ισοκεντρική]
/ɪkwɪvəkəl/

adjective

1. Open to two or more interpretations

  • Or of uncertain nature or significance
  • Or (often) intended to mislead
  • "An equivocal statement"
  • "The polling had a complex and equivocal (or ambiguous) message for potential female candidates"
  • "The officer's equivocal behavior increased the victim's uneasiness"
  • "Popularity is an equivocal crown"
  • "An equivocal response to an embarrassing question"
    synonym:
  • equivocal
  • ,
  • ambiguous

1. Ανοιχτό σε δύο ή περισσότερες ερμηνείες

  • Ή αβέβαιης φύσης ή σημασίας
  • Ή (οφτεν) που προορίζεται να παραπλανήσει
  • "Μια διφορούμενη δήλωση"
  • "Η ψηφοφορία είχε ένα πολύπλοκο και διφορούμενο ( μήνυμα για πιθανές γυναίκες υποψήφιες"
  • "Η διφορούμενη συμπεριφορά του αξιωματικού αύξησε την ανησυχία του θύματος"
  • "Ο δημοτικότητα είναι ένα διφορούμενο στέμμα"
  • "Μια διφορούμενη απάντηση σε μια ενοχλητική ερώτηση"
    συνώνυμο:
  • διφορούμενο
  • ,
  • διφορούμενοσ

2. Open to question

  • "Aliens of equivocal loyalty"
  • "His conscience reproached him with the equivocal character of the union into which he had forced his son"-anna jameson
    synonym:
  • equivocal

2. Ανοιχτός στην ερώτηση

  • "Αλήτες της διφορούμενης πίστης"
  • "Η συνείδησή του τον κατηγόρησε με τον διφορούμενο χαρακτήρα της ένωσης στην οποία είχε αναγκάσει τον γιο του"-άννα τζέιμςον
    συνώνυμο:
  • διφορούμενο

3. Uncertain as a sign or indication

  • "The evidence from bacteriologic analysis was equivocal"
    synonym:
  • equivocal

3. Αβεβαιότητα ως ένδειξη ή ένδειξη

  • "Τα στοιχεία από τη βακτηριολογική ανάλυση ήταν διφορούμενα"
    συνώνυμο:
  • διφορούμενο