Translation meaning & definition of the word "equity" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Equity
[Μετοχικότητα]/ɛkwəti/
noun
1. The difference between the market value of a property and the claims held against it
- synonym:
- equity
1. Η διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας ενός ακινήτου και των απαιτήσεων που κατέχονται εναντίον του
- συνώνυμο:
- μετοχικό κεφάλαιο
2. The ownership interest of shareholders in a corporation
- synonym:
- equity
2. Το συμφέρον ιδιοκτησίας των μετόχων σε μια εταιρεία
- συνώνυμο:
- μετοχικό κεφάλαιο
3. Conformity with rules or standards
- "The judge recognized the fairness of my claim"
- synonym:
- fairness ,
- equity
3. Συμμόρφωση με κανόνες ή πρότυπα
- "Ο δικαστής αναγνώρισε τη δικαιοσύνη του ισχυρισμού μου"
- συνώνυμο:
- δικαιοσύνη ,
- μετοχικό κεφάλαιο
Examples of using
There is but one law for all, namely, that law which governs all law, the law of our Creator, the law of humanity, justice, equity — the law of nature, and of nations.
Δεν υπάρχει παρά ένας νόμος για όλους, δηλαδή, αυτός ο νόμος που διέπει κάθε νόμο, το νόμο του Δημιουργού μας, το νόμο της ανθρωπότητας, και των εθνών.