Translation meaning & definition of the word "equitable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισοδύναμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Equitable
[Ισοδύναμος]/ɛkwətəbəl/
adjective
1. Fair to all parties as dictated by reason and conscience
- "Equitable treatment of all citizens"
- "An equitable distribution of gifts among the children"
- synonym:
- equitable ,
- just
1. Δίκαιο σε όλα τα μέρη όπως υπαγορεύεται από τη λογική και τη συνείδηση
- "Ισάξια μεταχείριση όλων των πολιτών"
- "Μια δίκαιη κατανομή των δώρων μεταξύ των παιδιών"
- συνώνυμο:
- δίκαιος ,
- απλά