Translation meaning & definition of the word "equipment" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εξοπλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Equipment
[Εξοπλισμός]/ɪkwɪpmənt/
noun
1. An instrumentality needed for an undertaking or to perform a service
- synonym:
- equipment
1. Ένα μέσο που απαιτείται για μια επιχείρηση ή για την εκτέλεση υπηρεσίας
- συνώνυμο:
- εξοπλισμός
Examples of using
Is the electrical equipment grounded?
Είναι γειωμένος ο ηλεκτρικός εξοπλισμός?
When Rafael was studying medicine, he painfully saw how people afflicted by heart diseases died due to lack of adequate medical equipment.
Όταν ο Ραφαέλ σπούδαζε ιατρική, είδε οδυνηρά πώς οι άνθρωποι που πάσχουν από καρδιακές παθήσεις πέθαναν λόγω έλλειψης επαρκούς ιατρικού εξοπλισμού.
They did not have good equipment.
Δεν είχαν καλό εξοπλισμό.