Translation meaning & definition of the word "equinox" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισόξινοξ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Equinox
[Ισημερία]/ikwənɑks/
noun
1. Either of two times of the year when the sun crosses the plane of the earth's equator and day and night are of equal length
- synonym:
- equinox
1. Δύο φορές του χρόνου, όταν ο ήλιος διασχίζει το επίπεδο του ισημερινού της γης και η μέρα και η νύχτα έχουν ίσο μήκος
- συνώνυμο:
- ισημερία
2. (astronomy) either of the two celestial points at which the celestial equator intersects the ecliptic
- synonym:
- equinoctial point ,
- equinox
2. (αστρονομία) ένα από τα δύο ουράνια σημεία στα οποία ο ουράνιος ισημερινός τέμνει την εκλειπτική
- συνώνυμο:
- ισημερινό σημείο ,
- ισημερία