Translation meaning & definition of the word "equine" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ισότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Equine
[Ιπποειδή]/ikwaɪn/
noun
1. Hoofed mammals having slender legs and a flat coat with a narrow mane along the back of the neck
- synonym:
- equine ,
- equid
1. Οπλισμένα θηλαστικά που έχουν λεπτά πόδια και ένα επίπεδο παλτό με μια στενή χαίτη κατά μήκος του πίσω μέρους του λαιμού
- συνώνυμο:
- ιπποειδή ,
- ιπποειδήσ
adjective
1. Resembling a horse
- synonym:
- equine
1. Μοιάζει με άλογο
- συνώνυμο:
- ιπποειδή
2. Of or belonging to the family equidae
- synonym:
- equine
2. Από ή ανήκουν στην οικογένεια ιπποειδή
- συνώνυμο:
- ιπποειδή