Translation meaning & definition of the word "equilibrium" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισορροπία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Equilibrium
[Ισορροπία]/ikwəlɪbriəm/
noun
1. A stable situation in which forces cancel one another
- synonym:
- equilibrium
1. Μια σταθερή κατάσταση στην οποία οι δυνάμεις ακυρώνουν η μία την άλλη
- συνώνυμο:
- ισορροπία
2. A chemical reaction and its reverse proceed at equal rates
- synonym:
- chemical equilibrium ,
- equilibrium
2. Μια χημική αντίδραση και η αντίστροφή της προχωρούν με ίσους ρυθμούς
- συνώνυμο:
- χημική ισορροπία ,
- ισορροπία
3. Equality of distribution
- synonym:
- balance ,
- equilibrium ,
- equipoise ,
- counterbalance
3. Ισότητα διανομής
- συνώνυμο:
- ισορροπία ,
- αντιστάθμιση
4. A sensory system located in structures of the inner ear that registers the orientation of the head
- synonym:
- equilibrium ,
- labyrinthine sense ,
- vestibular sense ,
- sense of balance ,
- sense of equilibrium
4. Ένα αισθητήριο σύστημα που βρίσκεται σε δομές του εσωτερικού αυτιού που καταγράφει τον προσανατολισμό της κεφαλής
- συνώνυμο:
- ισορροπία ,
- λαβυρινθοειδής αίσθηση ,
- αιθουσαία αίσθηση ,
- αίσθηση ισορροπίας