Translation meaning & definition of the word "equate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισόπεδο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Equate
[Εξισώνω]/ɪkwet/
verb
1. Consider or describe as similar, equal, or analogous
- "We can compare the han dynasty to the romans"
- "You cannot equate success in financial matters with greed"
- synonym:
- compare ,
- liken ,
- equate
1. Θεωρήστε ή περιγράψτε ως παρόμοια, ίσα ή ανάλογα
- "Μπορούμε να συγκρίνουμε τη δυναστεία των χαν με τους ρωμαίους"
- "Δεν μπορείτε να εξισώνετε την επιτυχία σε οικονομικά θέματα με την απληστία"
- συνώνυμο:
- συγκρίνω ,
- παρομοιάζω ,
- εξισώνω
2. Be equivalent or parallel, in mathematics
- synonym:
- equate ,
- correspond
2. Να είστε ισοδύναμοι ή παράλληλοι, στα μαθηματικά
- συνώνυμο:
- εξισώνω ,
- αντιστοιχώ
3. Make equal, uniform, corresponding, or matching
- "Let's equalize the duties among all employees in this office"
- "The company matched the discount policy of its competitors"
- synonym:
- equal ,
- match ,
- equalize ,
- equalise ,
- equate
3. Κάντε ίσο, ομοιόμορφο, αντίστοιχο ή ταιριαστό
- "Ας εξισώσει τα καθήκοντα μεταξύ όλων των εργαζομένων σε αυτό το γραφείο"
- "Η εταιρεία ταιριάζει με την πολιτική έκπτωσης των ανταγωνιστών της"
- συνώνυμο:
- ίσος ,
- αγώνασ ,
- εξισώνω
Examples of using
You can't equate nationalism with fascism.
Δεν μπορείς να εξισώνεις τον εθνικισμό με τον φασισμό.
It is foolish to equate money with happiness.
Είναι ανόητο να εξισώνουμε τα χρήματα με την ευτυχία.