Translation meaning & definition of the word "equalize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισοδύναμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Equalize
[Εξισώνω]/ikwəlaɪz/
verb
1. Compensate
- Make the score equal
- synonym:
- equalize ,
- equalise ,
- get even
1. Αντισταθμίζω
- Κάντε το σκορ ίσο
- συνώνυμο:
- εξισώνω ,
- αναζητώ
2. Make equal, uniform, corresponding, or matching
- "Let's equalize the duties among all employees in this office"
- "The company matched the discount policy of its competitors"
- synonym:
- equal ,
- match ,
- equalize ,
- equalise ,
- equate
2. Κάντε ίσο, ομοιόμορφο, αντίστοιχο ή ταιριαστό
- "Ας εξισώσει τα καθήκοντα μεταξύ όλων των εργαζομένων σε αυτό το γραφείο"
- "Η εταιρεία ταιριάζει με την πολιτική έκπτωσης των ανταγωνιστών της"
- συνώνυμο:
- ίσος ,
- αγώνασ ,
- εξισώνω