Translation meaning & definition of the word "epoch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εποχή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Epoch
[Εποχή]/ɛpək/
noun
1. A period marked by distinctive character or reckoned from a fixed point or event
- synonym:
- era ,
- epoch
1. Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από διακριτικό χαρακτήρα ή υπολογίζεται από ένα σταθερό σημείο ή γεγονός
- συνώνυμο:
- εποχή
2. (astronomy) an arbitrarily fixed date that is the point in time relative to which information (as coordinates of a celestial body) is recorded
- synonym:
- epoch ,
- date of reference
2. (αστρονομία) μια αυθαίρετα σταθερή ημερομηνία που είναι το σημείο σε σχέση με το οποίο καταγράφονται οι πληροφορίες ( συντεταγμένες
- συνώνυμο:
- εποχή ,
- ημερομηνία αναφοράς
3. A unit of geological time that is a subdivision of a period and is itself divided into ages
- synonym:
- epoch
3. Μια μονάδα γεωλογικού χρόνου που είναι μια υποδιαίρεση μιας περιόδου και η ίδια χωρίζεται σε ηλικίες
- συνώνυμο:
- εποχή