Translation meaning & definition of the word "epistemology" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστημολογία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Epistemology
[Επιστημολογία]/ɛpɪstəmɑləʤi/
noun
1. The philosophical theory of knowledge
- synonym:
- epistemology
1. Η φιλοσοφική θεωρία της γνώσης
- συνώνυμο:
- επιστημολογία