Translation meaning & definition of the word "episode" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επεισόδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Episode
[Επεισόδιο]/ɛpəsoʊd/
noun
1. A happening that is distinctive in a series of related events
- synonym:
- episode
1. Ένα γεγονός που είναι διακριτικό σε μια σειρά σχετικών γεγονότων
- συνώνυμο:
- επεισόδιο
2. A brief section of a literary or dramatic work that forms part of a connected series
- synonym:
- episode
2. Ένα σύντομο τμήμα ενός λογοτεχνικού ή δραματικού έργου που αποτελεί μέρος μιας συνδεδεμένης σειράς
- συνώνυμο:
- επεισόδιο
3. A part of a broadcast serial
- synonym:
- episode ,
- installment ,
- instalment
3. Ένα μέρος της σειράς εκπομπής
- συνώνυμο:
- επεισόδιο ,
- δόση
4. Film consisting of a succession of related shots that develop a given subject in a movie
- synonym:
- sequence ,
- episode
4. Ταινία που αποτελείται από μια διαδοχή σχετικών βολών που αναπτύσσουν ένα συγκεκριμένο θέμα σε μια ταινία
- συνώνυμο:
- ακολουθία ,
- επεισόδιο
Examples of using
Are you going to record today's episode?
Θα καταγράψετε το σημερινό επεισόδιο?
Did you see yesterday's episode?
Είδατε το χθεσινό επεισόδιο?
Seriously though, episode 100 made me almost cry while laughing.
Σοβαρά όμως, το επεισόδιο 100 με έκανε σχεδόν να κλάψω ενώ γελούσα.