Translation meaning & definition of the word "epileptic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιληπτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Epileptic
[Επιληπτικόσ]/ɛpəlɛptɪk/
noun
1. A person who has epilepsy
- synonym:
- epileptic
1. Ένα άτομο που έχει επιληψία
- συνώνυμο:
- επιληπτικόσ
adjective
1. Of or relating to or characteristic of epilepsy
- "Epileptic seizure"
- synonym:
- epileptic
1. Από ή σχετίζονται με ή χαρακτηριστικά της επιληψίας
- "Επιληπτική κρίση"
- συνώνυμο:
- επιληπτικόσ