Translation meaning & definition of the word "enzyme" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ένζυμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enzyme
[Ένζυμο]/ɛnzaɪm/
noun
1. Any of several complex proteins that are produced by cells and act as catalysts in specific biochemical reactions
- synonym:
- enzyme
1. Οποιαδήποτε από τις πολλές σύνθετες πρωτεΐνες που παράγονται από τα κύτταρα και δρουν ως καταλύτες σε συγκεκριμένες βιοχημικές ανές
- συνώνυμο:
- ένζυμο