Translation meaning & definition of the word "envision" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίσκεψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Envision
[Οραματίζομαι]/ɛnvɪʒən/
verb
1. Imagine
- Conceive of
- See in one's mind
- "I can't see him on horseback!"
- "I can see what will happen"
- "I can see a risk in this strategy"
- synonym:
- visualize ,
- visualise ,
- envision ,
- project ,
- fancy ,
- see ,
- figure ,
- picture ,
- image
1. Φανταστείτε
- Συλλαμβάνω
- Δείτε στο μυαλό κάποιου
- "Δεν μπορώ να τον δω με άλογο!"
- "Μπορώ να δω τι θα συμβεί"
- "Μπορώ να δω έναν κίνδυνο σε αυτή τη στρατηγική"
- συνώνυμο:
- οραματίζομαι ,
- οραματιστείτε ,
- έργο ,
- φανταχτερός ,
- βλέπω ,
- σχήμα ,
- εικόνα
2. Picture to oneself
- Imagine possible
- "I cannot envision him as president"
- synonym:
- envision ,
- foresee
2. Εικόνα για τον εαυτό μου
- Φανταστείτε δυνατόν
- "Δεν μπορώ να τον οραματιστώ ως πρόεδρο"
- συνώνυμο:
- οραματίζομαι ,
- προβλέπω