Translation meaning & definition of the word "environmentalist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιβαλλοντολόγος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Environmentalist
[Περιβαλλοντολόγοσ]/ɪnvaɪrənmɛntəlɪst/
noun
1. Someone who works to protect the environment from destruction or pollution
- synonym:
- environmentalist ,
- conservationist
1. Κάποιος που εργάζεται για να προστατεύσει το περιβάλλον από την καταστροφή ή τη ρύπανση
- συνώνυμο:
- περιβαλλοντολόγοσ ,
- συντηρητικόσ