Translation meaning & definition of the word "environmentalism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιβαλλοντισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Environmentalism
[Περιβαλλοντολογία]/ɛnvaɪrənmɛntəlɪzəm/
noun
1. The philosophical doctrine that environment is more important than heredity in determining intellectual growth
- synonym:
- environmentalism
1. Το φιλοσοφικό δόγμα ότι το περιβάλλον είναι πιο σημαντικό από την κληρονομικότητα στον καθορισμό της πνευματικής ανάπτυξης
- συνώνυμο:
- περιβαλλοντολογία
2. The activity of protecting the environment from pollution or destruction
- synonym:
- environmentalism
2. Η δραστηριότητα προστασίας του περιβάλλοντος από τη ρύπανση ή την καταστροφή
- συνώνυμο:
- περιβαλλοντολογία