Translation meaning & definition of the word "environmental" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιβάλλον" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Environmental
[Περιβαλλοντικό]/ɪnvaɪrənmɛntəl/
adjective
1. Of or relating to the external conditions or surroundings
- "Environmental factors"
- synonym:
- environmental
1. Από ή σχετίζονται με τις εξωτερικές συνθήκες ή τα περίχωρα
- "Περιβαλλοντικοί παράγοντες"
- συνώνυμο:
- περιβαλλοντικός
2. Concerned with the ecological effects of altering the environment
- "Environmental pollution"
- synonym:
- environmental
2. Ανησυχία για τις οικολογικές επιπτώσεις της αλλαγής του περιβάλλοντος
- "Περιβαλλοντική ρύπανση"
- συνώνυμο:
- περιβαλλοντικός
Examples of using
Which is more important, economic development or environmental protection?
Τι είναι πιο σημαντικό, η οικονομική ανάπτυξη ή η προστασία του περιβάλλοντος?
Industrialization of the region must be carried out very carefully to avoid environmental destruction.
Η εκβιομηχάνιση της περιοχής πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά για να αποφευχθεί η καταστροφή του περιβάλλοντος.
How to deal with environmental pollution is a serious matter.
Ο τρόπος αντιμετώπισης της ρύπανσης του περιβάλλοντος είναι ένα σοβαρό ζήτημα.