Translation meaning & definition of the word "envious" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φθονερό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Envious
[Ζηλιάρησ]/ɛnviəs/
adjective
1. Showing extreme cupidity
- Painfully desirous of another's advantages
- "He was never covetous before he met her"
- "Jealous of his success and covetous of his possessions"
- "Envious of their art collection"
- synonym:
- covetous ,
- envious ,
- jealous
1. Εμφάνιση ακραίας νερότητας
- Οδυνηρά επιθυμητά από τα πλεονεκτήματα κάποιου άλλου
- "Ποτέ δεν ήταν πολύ ευχάριστος πριν τη συναντήσει"
- "Ζηλεύει την επιτυχία του και είναι πολυτελής για τα υπάρχοντά του"
- "Ζηλεύουν τη συλλογή τέχνης"
- συνώνυμο:
- πολυτελήσ ,
- ζηλιάρησ ,
- ζηλιάρης
Examples of using
I'm envious of you because you have a good boss.
Σε ζηλεύω γιατί έχεις καλό αφεντικό.
She is envious of my success.
Ζηλεύει την επιτυχία μου.