Translation meaning & definition of the word "enumeration" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαρίθμηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enumeration
[Απαρίθμηση]/ɪnuməreʃən/
noun
1. A numbered list
- synonym:
- enumeration ,
- numbering
1. Μια αριθμημένη λίστα
- συνώνυμο:
- απαρίθμηση ,
- αρίθμηση
2. The act of counting
- Reciting numbers in ascending order
- "The counting continued for several hours"
- synonym:
- count ,
- counting ,
- numeration ,
- enumeration ,
- reckoning ,
- tally
2. Η πράξη της μέτρησης
- Απαγγελία αριθμών με αύξουσα σειρά
- "Η καταμέτρηση συνεχίστηκε για αρκετές ώρες"
- συνώνυμο:
- αριθμεί ,
- μέτρηση ,
- αρίθμηση ,
- απαρίθμηση ,
- υπολογίζοντασ ,
- τακτοποιημένα