Translation meaning & definition of the word "enumerate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απαριθμήστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enumerate
[Απαριθμώ]/ɪnuməret/
verb
1. Specify individually
- "She enumerated the many obstacles she had encountered"
- "The doctor recited the list of possible side effects of the drug"
- synonym:
- enumerate ,
- recite ,
- itemize ,
- itemise
1. Καθορίστε ξεχωριστά
- "Απαρίθμησε τα πολλά εμπόδια που είχε συναντήσει"
- "Ο γιατρός απήγγειλε τον κατάλογο των πιθανών παρενεργειών του φαρμάκου"
- συνώνυμο:
- απαριθμεί ,
- απαγγέλλω ,
- παρατίθεμαι ,
- αναλυτικό
2. Determine the number or amount of
- "Can you count the books on your shelf?"
- "Count your change"
- synonym:
- count ,
- number ,
- enumerate ,
- numerate
2. Προσδιορίστε τον αριθμό ή το ποσό του
- "Μπορείς να μετρήσεις τα βιβλία στο ράφι σου?"
- "Περιγράψτε την αλλαγή σας"
- συνώνυμο:
- αριθμεί ,
- αριθμός ,
- απαριθμεί ,
- αριθμώ
Examples of using
They are too numerous to enumerate.
Είναι πολλοί για να απαριθμήσουν.
They are too numerous to enumerate.
Είναι πολλοί για να απαριθμήσουν.