Translation meaning & definition of the word "entrust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Entrust
[Απελπίζω]/ɛntrəst/
verb
1. Confer a trust upon
- "The messenger was entrusted with the general's secret"
- "I commit my soul to god"
- synonym:
- entrust ,
- intrust ,
- trust ,
- confide ,
- commit
1. Εμπιστεύομαι
- "Ο αγγελιοφόρος είχε εμπιστευτεί το μυστικό του στρατηγού"
- "Δεσμεύω την ψυχή μου στον θεό"
- συνώνυμο:
- εμπιστεύομαι ,
- εμπιστοσύνη ,
- αποφασίζω
2. Put into the care or protection of someone
- "He left the decision to his deputy"
- "Leave your child the nurse's care"
- synonym:
- entrust ,
- leave
2. Να τοποθετηθεί στη φροντίδα ή την προστασία κάποιου
- "Άφησε την απόφαση στον αναπληρωτή του"
- "Αφήστε το παιδί σας τη φροντίδα της νοσοκόμας"
- συνώνυμο:
- εμπιστεύομαι ,
- αφήνω
Examples of using
Ho ho, you have always been the brightest amongst my grandchildren! But hearken now: I have come from the nether realm to entrust thee with a task of utmost importance!
Πάντα ήσουν ο λαμπρότερος ανάμεσα στα εγγόνια μου! Αλλά ακούστε τώρα: Έχω έρθει από το βασίλειο της πόλης για να σας εμπιστευτώ ένα έργο ύψιστης σημασίας!