Translation meaning & definition of the word "entropy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εντροπία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Entropy
[Εντροπία]/ɛntrəpi/
noun
1. (communication theory) a numerical measure of the uncertainty of an outcome
- "The signal contained thousands of bits of information"
- synonym:
- information ,
- selective information ,
- entropy
1. ( θεωρία επικοινωνίας) ένα αριθμητικό μέτρο της αβεβαιότητας ενός αποτελέσματος
- "Το σήμα περιείχε χιλιάδες κομμάτια πληροφοριών"
- συνώνυμο:
- πληροφορίες ,
- επιλεκτικές πληροφορίες ,
- εντροπία
2. (thermodynamics) a thermodynamic quantity representing the amount of energy in a system that is no longer available for doing mechanical work
- "Entropy increases as matter and energy in the universe degrade to an ultimate state of inert uniformity"
- synonym:
- randomness ,
- entropy ,
- S
2. (θερμοδυναμική) μια θερμοδυναμική ποσότητα που αντιπροσωπεύει την ποσότητα ενέργειας σε ένα σύστημα που δεν είναι πλέον διαθέσιμο για μηχανική
- "Η εντροπία αυξάνεται καθώς η ύλη και η ενέργεια στο σύμπαν υποβαθμίζονται σε μια απόλυτη κατάσταση αδρανούς ομοιομορφίας"
- συνώνυμο:
- τυχαιότητα ,
- εντροπία ,
- Σ