Translation meaning & definition of the word "entrant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εισαγγελέας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Entrant
[Εισαγγελέας]/ɛntrənt/
noun
1. A commodity that enters competition with established merchandise
- "A well publicized entrant is the pocket computer"
- synonym:
- entrant
1. Ένα εμπόρευμα που εισέρχεται στον ανταγωνισμό με τα καθιερωμένα εμπορεύματα
- "Ένας καλά δημοσιοποιημένος συμμετέχων είναι ο υπολογιστής τσέπης"
- συνώνυμο:
- παρεμβαίνων
2. Any new participant in some activity
- synonym:
- newcomer ,
- fledgling ,
- fledgeling ,
- starter ,
- neophyte ,
- freshman ,
- newbie ,
- entrant
2. Κάθε νέος συμμετέχων σε κάποια δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- νεοεισερχόμενοσ ,
- νεοσύστατοσ ,
- νεοσύστατη ,
- εκκινητήσ ,
- νεόφυτο ,
- φρεσκάλ ,
- νεβί ,
- παρεμβαίνων
3. Someone who enters
- "New entrants to the country must go though immigration procedures"
- synonym:
- entrant
3. Κάποιος που μπαίνει
- "Οι νέοι συμμετέχοντες στη χώρα πρέπει να προχωρήσουν μέσω των διαδικασιών μετανάστευσης"
- συνώνυμο:
- παρεμβαίνων
4. One who enters a competition
- synonym:
- entrant
4. Αυτός που μπαίνει σε διαγωνισμό
- συνώνυμο:
- παρεμβαίνων