Translation meaning & definition of the word "entourage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θαρραλέος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Entourage
[Αποπλάνηση]/ɑntʊrɑʒ/
noun
1. The group following and attending to some important person
- synonym:
- cortege ,
- retinue ,
- suite ,
- entourage
1. Η ομάδα που ακολουθεί και παρακολουθεί κάποιο σημαντικό πρόσωπο
- συνώνυμο:
- φλοιού ,
- επαναλαμβάνω ,
- σουίτα ,
- περιβάλλω