Translation meaning & definition of the word "entitlement" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "προστασία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Entitlement
[Δικαίωμα]/ɛntaɪtəlmənt/
noun
1. Right granted by law or contract (especially a right to benefits)
- "Entitlements make up the major part of the federal budget"
- synonym:
- entitlement
1. Δικαίωμα που χορηγείται από το νόμο ή τη σύμβαση (ιδιαίτερα δικαίωμα σε παροχές)
- "Τα στοιχεία αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού"
- συνώνυμο:
- δικαίωμα