Translation meaning & definition of the word "entirety" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εντερικότητα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Entirety
[Ολοκληρωτικότητα]/ɪntaɪərti/
noun
1. The state of being total and complete
- "He read the article in its entirety"
- "Appalled by the totality of the destruction"
- synonym:
- entirety ,
- entireness ,
- integrality ,
- totality
1. Η κατάσταση του να είσαι ολοκληρωμένος και πλήρης
- "Διάβασε το άρθρο στο σύνολό του"
- "Εφαρμόζεται από το σύνολο της καταστροφής"
- συνώνυμο:
- ολόκληρο ,
- ολότητα ,
- ολοκληρωσιμότητα