Translation meaning & definition of the word "enthusiast" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενθουσιαστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enthusiast
[Ενθουσιαστήσ]/ɛnθuziæst/
noun
1. An ardent and enthusiastic supporter of some person or activity
- synonym:
- enthusiast ,
- partisan ,
- partizan
1. Ένθερμος και ενθουσιώδης υποστηρικτής κάποιου προσώπου ή δραστηριότητας
- συνώνυμο:
- ενθουσιαστήσ ,
- κομματικόσ ,
- παρτιζάν
2. A person having a strong liking for something
- synonym:
- fancier ,
- enthusiast
2. Ένα άτομο που έχει μια ισχυρή προτίμηση για κάτι
- συνώνυμο:
- φανταχτερόσ ,
- ενθουσιαστήσ