Translation meaning & definition of the word "enthusiasm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ενθουσιασμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Enthusiasm
[Ενθουσιασμό]/ɪnθuziæzəm/
noun
1. A feeling of excitement
- synonym:
- enthusiasm
1. Αίσθηση ενθουσιασμού
- συνώνυμο:
- ενθουσιασμός
2. Overflowing with eager enjoyment or approval
- synonym:
- exuberance ,
- enthusiasm ,
- ebullience
2. Ξεχειλίζει με πρόθυμη απόλαυση ή έγκριση
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- ενθουσιασμός ,
- αναισθησία
3. A lively interest
- "Enthusiasm for his program is growing"
- synonym:
- enthusiasm
3. Ένα ζωντανό ενδιαφέρον
- "Ο ενθουσιασμός για το πρόγραμμά του μεγαλώνει"
- συνώνυμο:
- ενθουσιασμός
Examples of using
Tom doesn't share Mary's enthusiasm.
Ο Τομ δεν μοιράζεται τον ενθουσιασμό της Μαίρης.
He was bowled over by her enthusiasm.
Είχε παρασυρθεί από τον ενθουσιασμό της.
"Success is walking from failure to failure with no loss of enthusiasm."
"Η επιτυχία περπατάει από την αποτυχία στην αποτυχία χωρίς απώλεια ενθουσιασμού."